δυωκαιεικοσιμετρος

δυωκαιεικοσιμετρος
    δυωκαιεικοσίμετρος
    δυωκαιεικοσί-μετρος
    2
    вмещающий 22 меры
    

(τρίπους Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δυωκαιεικοσιμετρος" в других словарях:

  • δυωκαιεικοσίμετρος — δυωκαιεικοσίμετρος, ον (Α) αυτός που έχει χωρητικότητα είκοσι δύο μέτρων …   Dictionary of Greek

  • δυωκαιεικοσίμετρον — δυωκαιεικοσίμετρος holding twenty two measures masc/fem acc sg δυωκαιεικοσίμετρος holding twenty two measures neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»